- κέλευσμα
- το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα)πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολήνεοελλ.ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίαςαρχ.1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για στόλο) το πρόσταγμα, η διαταγή που δίνεται για ενέργεια4. (για άλογα ή σκυλιά) παρότρυνση, παρακίνηση, παράγγελμα που δίνεται από τον ηνίοχο ή τον κυνηγό (α. «κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῑται», Πλάτ.β. «κέλευσμα κυνηγετῶν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κελευσ- (πρβλ. αόρ. ε-κέλευσ-α) τού κελεύω. Από το ίδιο θ. προέρχονται επίσης τα παράγωγα κελευσμός και κελευσμοσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.